έλμινθες

έλμινθες
(helminthes). Γένος σκουληκιών, του αθροίσματος των νηματωδών, της οικογένειας των ασκαριδών. Στο γένος αυτό ανήκουν πολυάριθμα είδη, που ζουν παρασιτικά στα έντερα του ανθρώπου ή διαφόρων ζώων. Οι έ. προκαλούν την πάθηση του πεπτικού σωλήνα που ονομάζεται ελμινθίαση (βλ. λ.).
* * *
οι
βλ. έλμινς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἕλμινθες — ἕλμινς worm fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίμινθες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἕλμινθες». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη γρφ. τού τ. ἕλμινθες, πιθ. με επίδραση τής λ. λιμός, για να δηλώσει τον σκώληκα τών εντέρων, την ταινία. Ο αρχικός τ. ἕλμινθες* συνδέεται με ΙΕ τ. με την ίδια σημ., αλλά διαφορετική μορφή.… …   Dictionary of Greek

  • ελμινθίαση — Παρασιτική μόλυνση του οργανισμού από έλμινθες (βλ. λ.), δηλαδή σκουλήκια που ανήκουν στην τάξη των τρηματωδών, των κεστωδών, των νηματωδών και των ακανθοκεφάλων. Στον άνθρωπο μπορεί το σκουλήκι να βρίσκεται είτε με τη μορφή τέλειου σκουληκιού… …   Dictionary of Greek

  • έλμινς — η (συνήθ. στον πληθ. έλμινθες, οι) (Α ἕλμινς και ἕλμις) σκουλήκι που ζει παρασιτικά στον εντερικό σωλήνα ανθρώπων και ζώων (κν. έρμιγγας, όρμιγγας, λεβίδα και λέβιθος) …   Dictionary of Greek

  • ανθελμινθικός — ή, ό (κ. ανθελμιντικός), ή, ό (για φάρμακα) αυτός που απαλλάσσει τον οργανισμό από παρασιτικούς σκώληκες (έλμινθες) …   Dictionary of Greek

  • ελμινθοκτόνος — ο (για φάρμακο) αυτός που καταστρέφει τις έλμινθες …   Dictionary of Greek

  • ελμινθώδης — ες (Α ἑλμινθώδης, ες) 1. αυτός που μοιάζει με έλμινθα 2. ο γεμάτος έλμίνθες …   Dictionary of Greek

  • κοιλέλμινθες — οι ζωολ. οι σκώληκες που έχουν και δεύτερη σωματική κοιλότητα, όπως είναι οι νηματέλμινθες, οι δακτυλιοσκώληκες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coelhelminthes < coel (πρβλ. κοῖλος) + helminthes (πρβλ. ἕλμινθες)] …   Dictionary of Greek

  • κυστικέρκωση — Παρασιτική ασθένεια του ανθρώπου αλλά και διαφόρων ζώων της ομάδας των κεστωδών, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία κυστικέρκων στους ιστούς και στα όργανα. Στον άνθρωπο προκαλείται από τις νύμφες της ταινίας των χοίρων, της έλμινθας. Η ημιώριμη …   Dictionary of Greek

  • χημειοθεραπευτικός — και χημικοθεραπευτικός, ή, ό, Ν [χημειοθεραπεία] 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χημειοθεραπευτικά (φαρμ.) συνθετικές ή ημισυνθετικές δραστικές ουσίες που καταστρέφουν ή αναστέλλουν εκλεκτικά τον πολλαπλασιασμό παθογόνων μικροβίων ή καρκινικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”