ἕλμινθες — ἕλμινς worm fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίμινθες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἕλμινθες». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη γρφ. τού τ. ἕλμινθες, πιθ. με επίδραση τής λ. λιμός, για να δηλώσει τον σκώληκα τών εντέρων, την ταινία. Ο αρχικός τ. ἕλμινθες* συνδέεται με ΙΕ τ. με την ίδια σημ., αλλά διαφορετική μορφή.… … Dictionary of Greek
ελμινθίαση — Παρασιτική μόλυνση του οργανισμού από έλμινθες (βλ. λ.), δηλαδή σκουλήκια που ανήκουν στην τάξη των τρηματωδών, των κεστωδών, των νηματωδών και των ακανθοκεφάλων. Στον άνθρωπο μπορεί το σκουλήκι να βρίσκεται είτε με τη μορφή τέλειου σκουληκιού… … Dictionary of Greek
έλμινς — η (συνήθ. στον πληθ. έλμινθες, οι) (Α ἕλμινς και ἕλμις) σκουλήκι που ζει παρασιτικά στον εντερικό σωλήνα ανθρώπων και ζώων (κν. έρμιγγας, όρμιγγας, λεβίδα και λέβιθος) … Dictionary of Greek
ανθελμινθικός — ή, ό (κ. ανθελμιντικός), ή, ό (για φάρμακα) αυτός που απαλλάσσει τον οργανισμό από παρασιτικούς σκώληκες (έλμινθες) … Dictionary of Greek
ελμινθοκτόνος — ο (για φάρμακο) αυτός που καταστρέφει τις έλμινθες … Dictionary of Greek
ελμινθώδης — ες (Α ἑλμινθώδης, ες) 1. αυτός που μοιάζει με έλμινθα 2. ο γεμάτος έλμίνθες … Dictionary of Greek
κοιλέλμινθες — οι ζωολ. οι σκώληκες που έχουν και δεύτερη σωματική κοιλότητα, όπως είναι οι νηματέλμινθες, οι δακτυλιοσκώληκες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coelhelminthes < coel (πρβλ. κοῖλος) + helminthes (πρβλ. ἕλμινθες)] … Dictionary of Greek
κυστικέρκωση — Παρασιτική ασθένεια του ανθρώπου αλλά και διαφόρων ζώων της ομάδας των κεστωδών, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία κυστικέρκων στους ιστούς και στα όργανα. Στον άνθρωπο προκαλείται από τις νύμφες της ταινίας των χοίρων, της έλμινθας. Η ημιώριμη … Dictionary of Greek
χημειοθεραπευτικός — και χημικοθεραπευτικός, ή, ό, Ν [χημειοθεραπεία] 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χημειοθεραπευτικά (φαρμ.) συνθετικές ή ημισυνθετικές δραστικές ουσίες που καταστρέφουν ή αναστέλλουν εκλεκτικά τον πολλαπλασιασμό παθογόνων μικροβίων ή καρκινικών… … Dictionary of Greek